08.11.2024
To τελος της επιθυμιας
Όταν κάποιος μελετά τις ανακατατάξεις που επήλθαν στις εργασιακές συνθήκες εντός του 2020, μια λέξη μοιάζει να επανέρχεται συνεχώς: προσαρμοστικότητα. Πρόκειται για την ικανότητα ενός ανθρώπου να εναρμονίζεται με την αλλαγή και προϋποθέτει την καλλιέργεια, διατήρηση και συνεχή ανανέωση μιας εργαλειοθήκης που επιτρέπει στο άτομο να ακολουθεί τις εξελίξεις της εργασιακής αγοράς παραμένοντας, συνεπώς, χρήσιμο. Το γεγονός ότι κάποια μπορεί να εγκλιματίζεται γρήγορα και απρόσκοπτα σε μεταβαλλόμενες συνθήκες ρουτίνας και καθημερινότητας, να διατηρεί την παραγωγική της συμπεριφορά παρά τη μεσολάβηση αναβολών και ακυρώσεων και να επιδεικνύει ευελιξία στην υιοθέτηση νέων μεθοδολογιών χωρίς να προϋποτίθεται η ύπαρξη κάποια καμπύλης μάθησης, δε σημαίνει απλώς ότι είναι επαγγελματικά επιδέξια. Αντιθέτως, οι παραπάνω ικανότητες αποτελούν, επιπλέον, ενδείξεις των πνευματικών της ικανοτήτων. Υποτίθεται ότι ο θεωρητικός φυσικός Stephen Hawking κάποτε ισχυρίστηκε πως ευφυία είναι η ικανότητα του ατόμου να προσαρμόζεται στην αλλαγή. Πρόκειται για μια μη τεχνική δεξιότητα που δεν μπορεί να αποκτηθεί μέσω εκπαίδευσης, αλλά κατακτάται κατά τα κρίσιμα χρόνια για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ωστόσο, ενδεδειγμένες μέθοδοι για να αποκτήσει κάποια μεγαλύτερη ευελιξία είναι η υιοθέτηση κριτικής στάσης απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, η διαχείριση των συναισθημάτων μας, καθώς και η αποδοχή της αποτυχίας και της απώλειας του ελέγχου. Με άλλα λόγια, το να παραμείνουμε επαγγελματικά ενεργές μέσα στο 2020 απαιτούσε χρόνια ψυχοθεραπείας.
Το επάγγελμα της επιμελήτριας δε συνοδεύεται από συγκεκριμένη περιγραφή καθηκόντων ή δραστηριοτήτων. Η ακριβέστερη δυνατή περιγραφή που θα μπορούσαμε να δώσουμε είναι ότι περιλαμβάνει μια διαρκή ανακάλυψη, επανάληψη και επαναπροσδιορισμό της φύσης και της ποιότητας της εργασίας. Ως δημιουργικό επάγγελμα, η διαδικασία της επιμέλειας καταπιάνεται εμμονικά με δύο βασικά ερωτήματα: το “γιατί” και το “πώς”. Το “γιατί” συνδέεται άμεσα με το περιεχόμενο και τη μορφή, παρέχοντας την τελική απάντηση στο ερώτημα της πρόθεσης που καθοδηγεί το εγχείρημα, ενώ το “πώς” έχει να κάνει με την επίλυση προβλημάτων που αφορούν κυρίως τον προϋπολογισμό. Καθώς τα τελευταία χρόνια η θέση της επιμελήτριας έχει ακούσια επιβαρυνθεί με το επιπρόσθετο, αν και καθοριστικό, έργο της αναζήτησης χρηματοδότησης, όλο και περισσότερο οι επιμελήτριες οφείλουν πρώτα να αποδείξουν την αναγκαιότητα του επαγγέλματός τους προκειμένου να μπορέσουν το ασκήσουν. Οι ανάγκες χρηματοδότησης υποχρέωσαν την επιμελήτρια τέχνης να αναπτύξει τις αναγκαίες αντοχές, ώστε να είναι σε θέση να επαναδιαπραγματεύεται τακτικά τους όρους και τις προϋποθέσεις παραγωγής, αλλά και, το σημαντικότερο, να είναι προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο να χρειαστεί να εγκαταλείψει το εγχείρημά εν μια νυκτί, σε περίπτωση αδυναμίας συγκέντρωσης των απαιτούμενων πόρων. Η συγκεκριμένη συνθήκη προάγει μια συμπεριφορά μειωμένης επένδυσης στην εργασία, ώστε η επιμελήτρια να μπορεί εύκολα να εγκαταλείπει τους στόχους της σε οποιοδήποτε στάδιο της σύλληψής τους. Τι επίδραση έχει αυτό στην ποιότητα της δουλειάς της; Πιθανώς να μη μάθουμε ποτέ. Το μόνο βέβαιο είναι πως η ξαφνική ανατροπή των σχεδίων, που ο υπόλοιπος επαγγελματικός κόσμος αντιμετώπισε ως κάτι το πρωτόγνωρο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αποτελεί εγγενές στοιχείο της δουλειάς της επιμελήτριας, και παράγοντα που καθορίζει την πρακτική της. H ικανότητα αυτορρύθμισης, επομένως, αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς της επιμελήτριας πολύ πριν το 2020.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης επέφερε έναν βίαιο διαχωρισμό της εργασίας σε απαραίτητη και μη. Αυτός ο διαχωρισμός επέφερε, αναπόφευκτα, συζητήσεις επί συζητήσεων, στόχος των οποίων ήταν να αποσαφηνιστεί κατά πόσο, και με ποιον τρόπο το κάθε επάγγελμα προσφέρει στην κοινότητα. Στη διάλεξή του με τίτλο “Ο συγγραφέας ως παραγωγός” (1934), ο Βάλτερ Μπένγιαμιν προέτρεψε τον/την συγγραφέα να στοχαστεί τη θέση που κατέχει στην παραγωγική διαδικασία και να λάβει θέση μέσα από το ίδιο το έργο. Δήλωσε πως το καλλιτεχνικό έργο δεν πρέπει να αποτιμάται ως αντανάκλαση των ισχυόντων συνθηκών παραγωγής, αλλά σε συνάρτηση με την αξιολόγηση των εν λόγω συνθηκών που προβάλλει το έργο 1, μιας και εκεί ακριβώς βρίσκεται το κλειδί από πολιτική άποψη. Η αναζωπύρωση του καλέσματος του Μπένγιαμιν για αντίσταση στο status quo αποδείχθηκε ιδιαίτερα πειστική εν μέσω της τρέχουσας αποτίμησης του ρόλου της επιμελήτριας τέχνης. Το κλείσιμο των εκθεσιακών χώρων που επακολούθησε την επιβολή του λόκνταουν στέρησε στις επιμελήτριες το βασικό τους μέσο, και στη δημόσια σφαίρα ένα από τα κανάλια της. Αυτή η ακύρωση έδωσε στις επιμελήτριες το χώρο να απομακρύνουν την προσοχή τους από τον κύκλο της ακατάπαυστης παραγωγής, και να την κατευθύνουν προς τις λειτουργικές αποκλίσεις που μπορούν να προκαλέσουν. Μια από τις σημαντικότερες, μάλιστα, ανατροπές που συνέβησαν το 2020 ήταν η συσπείρωση των εργαζομένων στον πολιτισμό, στόχος της οποίας ήταν να αντισταθούν στη χρόνια απαξίωση της εργασίας τους και να διεκδικήσουν την ενίσχυση της πολιτιστικής παραγωγής με τρόπο δίκαιο και διαφανή. Οι επιμελήτριες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή και συμμετείχαν στη διαμόρφωση εν δυνάμει τεκτονικών αλλαγών στις κοινωνικές δομές που ρυθμίζουν τον ανθρώπινο παράγοντα εντός της παραγωγικής διαδικασίας.
Μια ερώτηση που εύλογα προκύπτει είναι κατά πόσο η αντίσταση μπορεί να είναι συμβατή με την προσαρμοστικότητα που απαιτείται να επιδείξει η σημερινή επαγγελματίας. Εξ ορισμού, οι δύο έννοιες μοιάζουν ασύμβατες. Στην πραγματικότητα όμως, η προσαρμοστικότητα αποδείχθηκε ο καταλύτης που ακόνισε τα απαραίτητα αντανακλαστικά ώστε να δοθεί εκ νέου προτεραιότητα στην αντίσταση, ακριβώς τη στιγμή που χρειαζόταν. Αυτές είναι οι αντιφάσεις που οι επιμελήτριες καλούνται να συμβιβάσουν και δια μέσου των οποίων θα πρέπει να ελιχθούν στην προσπάθειά τους να προσδιορίσουν, για μια ακόμη φορά, το αντικείμενο της δουλειάς τους και να επιβεβαιώσουν την ανάγκη ύπαρξής της στον αβέβαιο επαγγελματικό κόσμο του σήμερα. Η ικανότητα να ισορροπεί πάνω στο παράδοξο είναι, σε τελική ανάλυση, αυτό που ορίζει το έργο της επιμελήτριας στην πιο ουσιαστική εκδοχή του, και ταυτόχρονα ο παράγοντας που αποδίδει στην εκτέλεσή του την αίσθηση του κατεπείγοντος. Το εργασιακό ήθος της επιμελήτριας διαμορφώνεται αντιμετωπίζοντας το υπαρξιακό άγχος με ψυχραιμία και διαύγεια, με στόχο την αποκατάσταση των ζητημάτων που χρειάζεται να συζητηθούν την παρούσα χρονική στιγμή. Και η επιμελήτρια είναι από καιρό έτοιμη να επιτελέσει αυτό το έργο.
Ένα από τα πλέον διαδεδομένα συναισθήματα από την αρχή της πανδημίας είναι η λαχτάρα μας να επιστρέψουμε στη ζωή που γνωρίζαμε πριν. Η επιθυμία για συνεύρεση, παιχνίδια, σωματική και κοινωνική αλληλεπίδραση, άγγιγμα και συναισθηματική σύνδεση εκδηλώνεται μαζικά σε κάθε απόπειρα έκφρασης. Κάποια θα μπορούσε να ισχυριστεί πως το συλλογικό αυτό αίσθημα ήταν ακριβώς ο λόγος για τον οποίο κατορθώσαμε να υπομείνουμε τον τελευταίο αυτόν χρόνο. Στο δοκίμιό του “Παράθυρο στο χάος”, ο Κορνήλιος Καστοριάδης περιγράφει τα λίγα λεπτά που έπονται μιας εμπειρίας κατά την οποία η τέχνη εκλαμβάνεται ως ένα είδος τέλους, με την έννοια τόσο της περάτωσης όσο και της εκπλήρωσης, κατά τη διάρκεια των οποίων η θεατής δεν επιθυμεί τίποτα άλλο 2. Πρόκειται για την ικανοποίηση της ολοκλήρωσης που γεννάται από το τέλος της επιθυμίας, το νόημα της κάθαρσης. Το 2021 η επιμελήτρια δεν καλείται πλέον να καταπιαστεί με αναπολήσεις του παρελθόντος ή να προσαρμοστεί σε αυτό που τώρα θεωρείται κανονικό, αλλά να φανταστεί εκ νέου το κανονικό. Να αποσπάσει το απόσταγμα του έργου της επιμελήτριας, ώστε να αναδείξει την αναγκαιότητά του. Να διευρύνει τις δυνατότητες του επιμελητικού αντικειμένου, καθώς και το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Να επαναπροσδιορίσει την έκθεση τέχνης ως την κοινωνική σύμβαση για την οποία διψούσε το κοινό και να αναβιώσει τη μοναδική κατάσταση που θα επιφέρει αυτό που όλοι ονειρευόμαστε εδώ και έναν χρόνο: “την αίσθηση που γεννιέται από το τέλος της επιθυμίας”.
1Benjamin, W. (2017), Ο Συγγραφέας ως Παραγωγός, Aθήνα: Πλέθρον
2 Καστοριάδης, Κ. (2008), Παράθυρο στο Χάος, Αθήνα: Ύψιλον
*Η Εβίτα Τσοκάντα είναι ιστορικός τέχνης και εργάζεται ως συγγραφέας, εκπαιδευτικός και ανεξάρτητη επιμελήτρια στην Αθήνα. Από το 2020 συνεργάζεται επίσης με την Kickstarter Arts. Κάτα τη διάρκεια του 2ου Προγράμματος Υποστήριξης Καλλιτεχνών Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) οργάνωσε και επιμελήθηκε εργαστήριο για τις σύγχρονες επιμελητικές πρακτικές.
**To κείμενο δημοσιεύτηκε στη 2η έκδοση της ARTWORKS που αποτυπώνει το Πρόγραμμα Υποστήριξης Καλλιτεχνών ΙΣΝ 2019-2020.